- κολποβακτηρίδιο
- τοβακτηρίδιο τού γένους lactobacillus, διάφοροι τύποι τού οποίου αποτελούν τη φυσιολογική χλωρίδα τού κόλπου τής γυναίκας μετά την έναρξη τής εφηβείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek